|
ο 1) церк. постоблюститель; 2) ист. эконом (в богатых семьях); === δέν θέλω κανέναν ~ιά στό κεφάλι μου — [phrase]не хочу быть под начальством у кого-л.[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово постоблюститель? — κεχαγιάς как на (ново)греческом будет слово эконом? — κεχαγιάς как с (ново)греческого переводится слово κεχαγιάς? — постоблюститель, эконом — διασκορπίζομαι — βάθυνση — αξιοτιμώρητος — αποπλανητικός — πυρολατρία — εναντίωση — ξέφτισμα — κόμιστρα — νταβίδι — ανακουνώ — λυσσομανία — αμμουδόπετρα — θεογονία — σωληνώνω — μονωδία — αποδεσμεύω — εμβρίθεια — αντιζυγίά — αλληλοσχέση — ξέκρεμος — κύαμος |
|||