Новогреческий словарь
παραμόνιμος
παραμόνιμ|ος
остаточный
;
~ μαγνητισμός — остаточная намагниченность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
остаточный
? —
παραμόνιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παραμόνιμος
? — остаточный
#
(ново)греческий словарь
—
κακόβολος
—
ταχίνι
—
σταυλοφύλακας
—
αρμαστός
—
αιμοβαμμένος
—
πορνοστάρ
—
καισαρισμός
—
λιμνάζω
—
σβεννύω
—
σοσιαλδημοκράτης
—
σμαλτωμένος
—
νύχτιος
—
πετροκάρβουνο
—
ανατέλλων
—
θωράκιο
—
ρευμοταλγία
—
κυβερνήσιμος
—
ακροτελεύτιος
—
χειροσκοπία
—
αναθεμελιωτής
—
κυπαρισσόμηλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве