Новогреческий словарь
παραμόνιμος
παραμόνιμ|ος
остаточный
;
~ μαγνητισμός — остаточная намагниченность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
остаточный
? —
παραμόνιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παραμόνιμος
? — остаточный
#
(ново)греческий словарь
—
αρωμουνικός
—
κεντροδεξιός
—
στομαχοσκοπία
—
αργυρούχος
—
καιροσκοπισμός
—
αντιστικτικά
—
καραγκούνικος
—
εξολίσθησις
—
σκυρόδεση
—
εμποτίζω
—
πανδαισία
—
σκατόξυλο
—
αμπελόκηπος
—
βελοθήκη
—
αερομαχώ
—
συντροφιαστά
—
φωτοσκιάζω
—
περίστροφο
—
άδεντρος
—
αντιπαρασιτικός
—
διαγωνίως
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,