|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνταρακτικά? — — στρατολάτισσα — κακοφανισμένος — γής — τσαρσί — συνυπηρετώ — παρόν — πληρώννομαι — γλέντι — συμπλοιοκτήτης — πίτουρα — θεμελιώνομαι — πλαγιοδέτηση — Υδροχόος — αμαχητί — φλόγισμα — ξεσκονίστρα — φυσιολογικός — καυσαλίδα — κρούστα — λαπαδιασμένος — εύληπτος |
|||