|
вращаться, вертеться (тж. перен.); η συζήτησις περιεστράφη γύρω από τά φλέγοντα διεθνή ζητήματα — [phrase]темой обсуждения были насущные международные вопросы[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вращаться? — περιστρέφομαι как на (ново)греческом будет слово вертеться? — περιστρέφομαι как с (ново)греческого переводится слово περιστρέφομαι? — вращаться, вертеться — επιστύλιο — μίξη — επιμελώς — πεταγμένος — σερβίρισμα — ζαλάδα — ηθμός — αντιγνωμία — αντιουδαϊσμός — παραλληλίζω — Ελλάδα — ίνα — πρωτάρικος — αργοπάτημα — μπρούσικος — απλάγιαστος — χείμαρρος — διοπτρία — οργανωτής — ιάσιμος — χρεώλυτρον |
|||