|
η бот. араукария #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово араукария? — αραυκαρία как с (ново)греческого переводится слово αραυκαρία? — араукария — ρεβιζιονιστής — τεντωτός — θηλάκιο — επισκευαστικός — βιταμίνες — αγαπώντας — επαινοθηρία — ασκέρι — ξωκλήσι — προπομπή — ζωοπλαγκτόν — ευδιάθετος — προφητεία — καρρό — συμβιβαστής — ναυτόκομπος — προσανατολίζομαι — χρυσοκεντώ — δελτιογράφηση — χάμουργας — ακοντισμός |
|||