Новогреческий словарь
βογκώ
βογκώ
1) стонать;
2) шуметь, рокотать (о море, буре)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βογκώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χρυσόχωμα
—
λεξικογραφία
—
γεννοβόλημα
—
ημίκαυστος
—
κοινολογημένος
—
κατηφεδένιος
—
μισακάρης
—
καμηλόδερμα
—
ταφτάς
—
δυσμεταχείριστος
—
φίλιος
—
πανώλης
—
παιδιατρική
—
ταχύνοια
—
ευγενόλη
—
πατερίτσα
—
σκοτοδίνη
—
αποβροχάρης
—
ψηλόπλωρος
—
σιγαροθήκη
—
διοφθαλμικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве