|
1) стонать; 2) шуметь, рокотать (о море, буре) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βογκώ? — — Τσεχοσλοβάκος — βαμβακόσπορος — λαβή — γηροκόμηση — μικροκύματα — ληστοφυγόδικος — μαυροφορώ — νεραϊδογεννημένος — επιδικάζω — χαζοκουβέντα — αποβιομηχάνιση — αδίκιωτος — ενδυτός — ψύλλιασμα — Γάλλος — φαντασμαγορία — εκχιονιστήρας — κατρακύλι — εξάχρονος — μυρικιά — πτυχίο |
|||