|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γηρατιά? — — ίσκιος — σόϊ — ξενόμορφος — ανισομετρωπία — εξονυχίζω — λιθοτόμος — μπρούμυτος — σκίασμα — Σταμάτης — αλφαβητικός — ξελαίμιασμα — φάκελλος — βουνάκι — ανεδαφικότητα — κορφολόγος — δυάς — γυρνοβολώ — μουτράκλα — εκχυτήρας — επισκευάζω — ηλεκτρικό |
|||