|
αόρ. от εκρηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξέρρηξα? — — ψύλλιασμα — γύφτισσα — Μαυροκορδάτος — ροογράφος — εβδομηντάρης — ζεύομαι — πρόχειρα — χασματώδης — φαν — στεατοκήριο — οινοπαραγωγή — επιστήθιος — ανόμοιος — αναπιασμένος — χιμαιρικός — επίγρυπος — αλωνίστρια — μικροπαντρεύω — τόννος — ισλάμ — ανισο |
|||