εξέρρηξα

формы словаβ
εξέρρηξα
αόρ. от εκρηγνύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εξέρρηξα? —


ψύλλιασμαγύφτισσαΜαυροκορδάτοςροογράφοςεβδομηντάρηςζεύομαιπρόχειραχασματώδηςφανστεατοκήριοοινοπαραγωγήεπιστήθιοςανόμοιοςαναπιασμένοςχιμαιρικόςεπίγρυποςαλωνίστριαμικροπαντρεύωτόννοςισλάμανισο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit