|
η глухота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глухота? — κωφότητα как с (ново)греческого переводится слово κωφότητα? — глухота — συνεργείο — ειρωνεία — ένουρος — αντιπαραβάλλω — ταρίφα — απόγραφος — νευροκαβαλλίκευμα — άφυσος — παρίστιο — ανεκδίκαστος — αδιαφορώ — ιχθυοπωλείο — αντιμαρτυρία — στοματοπάθεια — αντιδοξώ — στέγη — τσαχπίνικα — αδιαμαρτύρητος — εξαρτώμενος — άραγμα — λεύκα |
|||