|
ο газомер, газовый счётчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово газомер? — γκαζομετρητής как на (ново)греческом будет слово газовый счётчик? — γκαζομετρητής как с (ново)греческого переводится слово γκαζομετρητής? — газомер, газовый счётчик — ευρετήριο — αναμφισβήτητος — χασάπικο — χοιροβότανο — κοφεόδενδρον — κρυφακούω — αποπληρώνω — πραϋντικός — αντίποινο — απιδρομή — πεσιμιστής — ασαφής — γαβαθίζω — σεπτεμβριανός — επιπεδοσφαιρικός — αυτοτύφλωση — ανήσυχος — δημαγωγία — απαριθμώ — μπιραρία — μαντίλι |
|||