|
(αόρ. παρέβην) преступать, нарушать; ~ τόν νόμο — нарушать закон; ~ τήν υπόσχεση — не выполнять обещание; ~ τό λόγο μου — не сдержать своё слово #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преступать? — παραβαίνω как на (ново)греческом будет слово нарушать? — παραβαίνω как с (ново)греческого переводится слово παραβαίνω? — преступать, нарушать — θεοκόπηλος — ξεκαρφιτσώνω — διευκόλυνση — βουζιά — εκφέρω — πεσσιμιστικός — επικρεμής — ανετοίμαστα — μπουσουλάω — λίμνασμα — διαβατικός — κολλητά — τελετουργικό — γούβαθος — εκατοστημόριο — καλλωπιστικός — νοβοκαΐνη — ενδοσυνεννόηση — σχιζοφρενής — ωριόπλουμος — βρόχος |
|||