|
ο тех. осциллограф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осциллограф? — κυματογράφος как с (ново)греческого переводится слово κυματογράφος? — осциллограф — ανθηρός — λάξευμα — ξερρίζωμα — απόδρομος — γένεση — υποχρεωμένος — τορπίλλη — αρχοντιλίκι — πετρούλα — συμπιεσμένος — μάργαρος — ερωτεύομαι — οινοπνευματοποιείο — στραβοκεφαλιά — μόρφωμα — γιγαντίως — Ανταρκτική — εκπλατύνω — νύχι — αφεντιάζω — εικός |
|||