|
(-οντος) ο слоновый бивень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слоновый бивень? — ελεφαντόδους как с (ново)греческого переводится слово ελεφαντόδους? — слоновый бивень — αναταραχή — ρητόν — ντροπαλός — εξομαλύνω — θησαυροφύλακας — Κύκλωψ — μικροκλεψιά — σπογγαλιείας — χρυσοχοείο — βούσυκο — απειράριθμος — ψιλούρα — ευμορφάνθρωπος — ετοιμοθάνατος — νεοκαντιανισμός — ημιαυτόματος — γλυκοκελαηδώ — πραγματογνώμονας — γλαυκωπός — μηχανοπέδη — εμβίβαση |
|||