Новогреческий словарь
ξαναμωραίνω
ξαναμωραίνω
превращать кого-л.
в ребёнка
;
~ομαι — впадать в детство, выживать из ума
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
в ребёнка
? —
ξαναμωραίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξαναμωραίνω
? — в ребёнка
#
(ново)греческий словарь
—
τοματόσουπα
—
αναγγελία
—
ασντερεύω
—
εφυάλωση
—
καμιόνι
—
μαργαριτάρι
—
συλλαβιστά
—
διαφέντευση
—
λιγοζώητος
—
ξεπαπαδεύω
—
ουραίο
—
ζερδελιό
—
λοιπός
—
γαληνιαίος
—
προηγούμαι
—
εκχωμάτωση
—
βύσμα
—
ποικιλοχρωμία
—
μετατοπισμένος
—
αρχιδαράς
—
διαλεκτολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,