|
το 1) занавес; 2) мор. параван #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово занавес? — παραβάν как на (ново)греческом будет слово параван? — παραβάν как с (ново)греческого переводится слово παραβάν? — занавес, параван — χαρτοπώλης — νομισματοπώλης — ενοχλητικότητα — ορθολογικός — μορφολογία — αρνοτόμαρο — κοκκινογένης — μεθάω — ζωοτομικός — ματόκλαδο — συρταριέρα — ανεπισκεύαστος — ερωτηματικός — στουμπώνομαι — πωματοκοχλίας — μεταγωγικό — αχνοτρέμω — αλκάλωση — λιο- — έδρανο — αδίχαστος |
|||