|
1) различным образом; τόν εξυπηρέτησα ~ — [phrase]я ему помог различными способами[/phrase]; 2) иначе, по-другому #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово различным образом? — διαφοροτρόπως как на (ново)греческом будет слово иначе? — διαφοροτρόπως как на (ново)греческом будет слово по-другому? — διαφοροτρόπως как с (ново)греческого переводится слово διαφοροτρόπως? — различным образом, иначе, по-другому — κλεψίμι — αμαυρώνω — πλασάρισμα — ακατάστρωτος — μεντζάστρα — κολάνι — μικροέξοδο — βάρκα — ομωνυμία — σιτοκαλλιέργεια — άζωστος — αυτοκινητοβιομηχανία — άλαλος — ανθυποβάλλω — δοξάστρια — ταχυβόλος — καλυτέρευση — αεραιμοκτονία — μεταλλομάστευση — τρωκτικός — μολεύω |
|||