|
персидский; мидийский (уст.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово персидский? — μηδικός как на (ново)греческом будет слово мидийский? — μηδικός как с (ново)греческого переводится слово μηδικός? — персидский, мидийский — πεταχτάρι — λήγω — δουλειά — βασκαμένος — στράκα — αντικρουόμενος — φωνολογία — ελαιοπερίβολο — μύξης — αποβόρι — χρωμόσωμα — ανεμόβροχο — βουβόσκυλο — καθάρσιο — Προμηθεύς — καρκινοματώδης — επιδερμοφοτία — ρεβιζιονιστικός — καμουτσί — κίβδηλος — φτελάς |
|||