|
не раскаявшийся (в чём-л.), не сожалеющий (о чём-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не раскаявшийся? — αμετάγνωστος как на (ново)греческом будет слово не сожалеющий? — αμετάγνωστος как с (ново)греческого переводится слово αμετάγνωστος? — не раскаявшийся, не сожалеющий — βαρδαβέλα — συλφίδα — προσθέτω — εμβρυομεμβράνα — φελλωτός — άρουρα — πληρώννομαι — επιβραδυντήρας — μονοπρόσωπος — αντικειμενισμός — μανδαρινισμός — βαλκανολόγος — αισθαντικότητα — ρυπαίνω — απολυτρωτικός — κατάντι — υπαίθριος — αποπλένω — ιδρωτίλα — αυθυποταγή — ασκητικά |
|||