Новогреческий словарь
διώχνω
διώχνω
(αόρ. έδιωξα)
изгонять; прогонять, выгонять
;
τόν έδιωξαν από τό σχολείο — [phrase]его выгнали из школы[/phrase]
;
θά τόν διώξουν από τή δουλειά — [phrase]его уволят с работы[/phrase]
;
===
διώξτο απ' τό μυαλό σου — [phrase]выкинь из головы[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изгонять
? —
διώχνω
как на
(ново)греческом
будет слово
прогонять
? —
διώχνω
как на
(ново)греческом
будет слово
выгонять
? —
διώχνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διώχνω
? — изгонять, прогонять, выгонять
#
(ново)греческий словарь
—
μαντήλα
—
έρεισμα
—
διαβεβαιωτικός
—
βιβλιογνώστρια
—
προσωρινός
—
πακετάρω
—
εγχειρισμός
—
άνοσος
—
αρχιναυπηγός
—
δοξαστός
—
εκκομίζω
—
υπομονετικός
—
εσκεμμένος
—
έναρθρος
—
ρωγμή
—
ακόλουθος
—
αποδοτέος
—
μαγνιά
—
σαινσιμονισμός
—
πηγούνια
—
δυσπραγία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,