|
η крайность; чрезмерность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крайность? — ακρότητα как на (ново)греческом будет слово чрезмерность? — ακρότητα как с (ново)греческого переводится слово ακρότητα? — крайность, чрезмерность — αχή — αμυγδαλόψιχα — αναζευγνύω — λαθεμένα — παναθηναϊκός — ευμορφάνθρωπος — αλουποτόμαρο — ανάβλημα — διοικήτρια — χρηστός — πατίνι — μεσανός — αερομαχώ — ζαβά — ευστοχία — συμπιεστός — διπλασίασμα — μαγγανικός — άπεπτος — κρεμασμένος — ένθους |
|||