|
το 1) конверт; 2) пакет; 3) досье; ατομικός ~ — личное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конверт? — φάκελο как на (ново)греческом будет слово пакет? — φάκελο как на (ново)греческом будет слово досье? — φάκελο как с (ново)греческого переводится слово φάκελο? — конверт, пакет, досье — βερμπαλιστής — αστυΐατρος — άκλωνος — αμφίστροφος — καλλωπίζομαι — πεντόλιρο — βουτυροπώλης — αστενειάρης — πληροφορούμαι — βουκόλος — απολυμαντικό — ανθοβόληση — αποθηλάζω — ανακολπώνω — ντροπιάρης — επιφυλλίδα — εικονισμός — σωματοφύλακας — κολλοειδής — εργατοϋπάλληλος — φορτοεκφόρτωσις |
|||