Новогреческий словарь




προσφυγοπατέρος

προσφυγοπατέρ|ος
ο ирон. «отец родной», заступник беженцев, эмигрантов


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово отец родной? — προσφυγοπατέρος
как на (ново)греческом будет слово заступник беженцев? — προσφυγοπατέρος
как с (ново)греческого переводится слово προσφυγοπατέρος? — отец родной, заступник беженцев


#(ново)греческий словарьαγκαθιάζωαντιβλέπωεμβόλιμοςμορμονισμόςπρήστοςαμπάλωτοςκεραμοηοιείοξένοιαστααναπόκριτοςαπροίκιστοςαυτουδάπέτσωμαεπιμήκηςπαραμυθένιαλαδώνομαιαεριοπροώθησημοιχείακοπίδιπαρώθησηδύσθυμοςοπισθοβασία


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω