Новогреческий словарь




συνθλίβω

συνθλίβω
(αόρ. συνέθλιψα, παθ. αόρ. συνεθλίφθην и συνεθλίβην) сжимать, сдавливать; давить


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово сжимать? — συνθλίβω
как на (ново)греческом будет слово сдавливать? — συνθλίβω
как на (ново)греческом будет слово давить? — συνθλίβω
как с (ново)греческого переводится слово συνθλίβω? — сжимать, сдавливать, давить


#(ново)греческий словарьαγκυρωτόςυποβέθνοςξώλαμπραδιαμάσκαλαογκηθμόςσακιδιοθήκησυζητητικάσακχαρώδηςμώραεξακοντίζωευλαβικόςσησαμοπολτόςΣουηδίαφυσιοδιφικόςανεμομιλώκοινόλεχτοςβαρετάυπερηφανεύομαιγυναικάριυδρομετρητήςοντολογιστής


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω