|
η 1) ресница; 2) мн.ч. зоол. реснички #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ресница? — βλεφαρίδα как на (ново)греческом будет слово реснички? — βλεφαρίδα как с (ново)греческого переводится слово βλεφαρίδα? — ресница, реснички — ενοικιάζω — γεννοβολιά — κυκλώνω — μακινάρω — δίκαιο — αγοραφοβία — αψύχωτος — μεταφυτεύω — λιθογράφηση — επανάκληση — σαλιαρίστρα — νεραϊδόξυλο — λιοτρουβιό — κορνιζάδικο — παρακάμνω — ωμοφάγος — γροικώ — ρυόσιμο — αφρορροώ — μαλαγάν — λειάντρια |
|||