Новогреческий словарь
διψασμένος
διψασμέν|ος
томимый жаждой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
томимый жаждой
? —
διψασμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διψασμένος
? — томимый жаждой
#
(ново)греческий словарь
—
επιχωματίζω
—
οψιμότης
—
βουρβουλω
—
Τρίτη
—
πισσαλείφω
—
ψαίλνω
—
κεφαλαιοκρατία
—
συνωδία
—
αποτελούμαι
—
μουγγός
—
βροντόσαυρος
—
πεζολόγος
—
σύμπραξη
—
σιδηρόφραχτος
—
ενδεσμος
—
φεγγαροστολισμένος
—
δίωρος
—
δεκατριετής
—
πεσιμιστικά
—
βλαστολόγία
—
ενηλικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве