|
легко разрешимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко разрешимый? — εύλυτος как с (ново)греческого переводится слово εύλυτος? — легко разрешимый — ξελεπίζω — λύκαινα — μπεκιάρα — μεσόστυλο — οδοντοπάθεια — κωλοπαίδι — απογέμισμα — σπουργίτης — εύανδρος — θεοκόπηλος — αγόγγυστος — δυσίατος — εμπόδιο — γαϊτανού — υπουργός — γήρανση — παρεμπίπτω — σημαδευμένος — πρόωσις — μεταπείθω — χειροβομβιστής |
|||