|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλωδιώνω? — — μοιράστρα — ημιστήριξη — βουστασιάρχης — καψουρεύομαι — μεσόδρομα — σχοινόπλεχτος — επαιτεία — δίκυρτος — φαλτσέττα — λευκοκύτταρο — ανατολιστής — απλωτοριά — χαρτόδεση — πλατόνι — αναδιοργανωμένος — εθνογραφία — ταμιολογιστής — οικειοθελώς — ψηλαφίζω — ξεζώνω — λαχειοπώλης |
|||