|
(παθ. αόρ. μεσοκόφτηκα и μεσοκόπηκα) ломить поясницу; ~πηκα όσο ν' ανέβω τή σκάλα — [phrase]всю поясницу разломило, пока я поднимался по лестнице[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ломить поясницу? — μεσοκόβω как с (ново)греческого переводится слово μεσοκόβω? — ломить поясницу — Περσία — υπόταξη — ανακάλεμα — λαγοβυζάστρα — γλαυκομμάτα — μάστιγα — μεταρρυθμίστρια — βαθουλός — προσφεύγω — ερωτισμός — δόλωμα — γλυτωμός — διαδοσίας — μηχανόλαδο — αρρωστιάρης — ακερδής — εδήχθην — εκκρεμής — συμπυροβόληση — συστρατεύομαι — συμπυκνωτικός |
|||