|
сделанный; обработанный; δέν είναι καλά ~ο αυτό τό φόρεμα — [phrase]это платье плохо сшито[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сделанный? — εργασμένος как на (ново)греческом будет слово обработанный? — εργασμένος как с (ново)греческого переводится слово εργασμένος? — сделанный, обработанный — τελεσίδικα — μακάρι — ψαχουλεύω — κατάντημα — φαταλιστής — προσπορισμός — ενημερωμένος — λιλί — καγχασμός — καλύβα — ανθρωποπλημμύρα — δραματουργός — αφιερώνω — κολυμβήθρα — εφοδιαστής — κωλυσιεργεία — στουμπιστός — θεμελιωτής — περισφίγγω — έγκαιρα — λεύγα |
|||