|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τυφλά? — — δίστιγμο — ασυνάντητος — μετακόμιση — κτένα — αναστημόμετρο — διασείω — φανατικός — νήτικο — διεπέτασα — χαρτοσήμανση — αμβλυωπώ — ευφραντικός — ξένον — κάψιμο — μοιρολατρεία — ιερομόναχος — αγωνοθετώ — ενσαρκωμένος — ταρατσούλα — φιδιασμένος — καρπαθιανός |
|||