|
худший; === επί τά χείρω — к худшему; δύο κακών προκειμένων, τό μή χείρον βέλτιστον — [phrase]из двух зол выбирают наименьшее[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово худший? — χείρων как с (ново)греческого переводится слово χείρων? — худший — ανερευνώ — κατασταλτικός — ηχόμετρο — γόγγυσμα — ανάποδη — παλαιογραφικός — οινοπνευματοποιία — οξέλαιο — ροώδης — κλωστήριο — αποκρυφισμός — αφαιρετικός — υπερασπιστός — μαντάτο — γιορτολόγημα — αγαθά — έλαιο — πλεξίδα — μυστικό — σταυροφόρος — αποστολάτορας |
|||