|
η щегол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щегол? — γαρδέλία как с (ново)греческого переводится слово γαρδέλία? — щегол — υποσχετικός — πταίσμα — υδατάνθρακας — ταινιωτός — υδρογόνωση — οστρακοειδή — ιερουργώ — σταχομαζώχτρα — σούμμα — ξενιτιά — κείτομαι — προϊών — ακομπανιάρω — ψηλάφηση — επιμήνια — επικριτής — επισκοπεύω — καννάβι — γνάφαλλον — διαπιδυτικός — αιγιαλίτιδα |
|||