Новогреческий словарь
δυναμικό
δυναμικό
το
потенциал
;
πολεμικό ~ — военный потенциал
;
διαφορά ~ού — разность потенциалов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
потенциал
? —
δυναμικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυναμικό
? — потенциал
#
(ново)греческий словарь
—
αναδασώνω
—
καπνοκαλλιεργεια
—
καμουφλάρισμα
—
μαλλί
—
λιθόσφαιρα
—
πραγματογνωσία
—
ναυαρχείο
—
πολύβουος
—
αφεντάδικος
—
αγκρέμιστος
—
αναγνωρίζω
—
αγελαδοτρόφος
—
ατομιστρια
—
παρατείνω
—
σκατόψυχος
—
χαρτοδεμένος
—
αποδείχνω
—
μπουστάκι
—
αισχροκερδής
—
γυψώνω
—
θαλαμηπόλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве