|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαλαγητό? — — βρεκτός — μελλόνυμφος — αποκαταντιά — βαριετέ — υπνωτήριο — χάφτας — δεκαεξαετία — πρακτόρισσα — μικροσκόπιο — χαστουκιά — αστρολογία — βοσκάρης — ημιεπίσημος — αρτοκλασία — πεζός — εμπτυσμός — χρονολογία — βουτυράκι — παράκτιος — μαριονέττα — ελυτρον |
|||