Новогреческий словарь
μόλα
μόλα
(προστ. от μολάρω) :
εγια-μόλα — мор. [phrase]отдать паруса![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μόλα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αντικατασταίνω
—
συζητήτρια
—
βαμβακόπιττα
—
αδρασκελάω
—
ανόχλητος
—
επίσημος
—
μπομπόνι
—
βλαχαδερό
—
φόρτιση
—
τρήμα
—
αδέκαρος
—
ξανθοκόκκινος
—
αλληλοσπαράζομαι
—
ομματόφυλλα
—
απολείπω
—
πένης
—
μπατσικό
—
αντίδοξος
—
αλοφροσέρνω
—
χονδροενδής
—
ανακλαδούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве