|
однотипный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однотипный? — ομότυπος как с (ново)греческого переводится слово ομότυπος? — однотипный — αγγειακός — ερημόνησο — ηγεμονικός — φρεσκοκατεψυγμένος — αζούλητος — κολεόπτερα — τιμολογιακός — πλατυτέρα — αρραβωνιάρης — αφιλοξενία — ανεύρυσμός — βουτυρένιος — σπασμωδικότητα — μεταξοβιομηχανικός — υπερτρίχωση — συντροφεύω — αμαυρά — πετροβόλισμός — τεντώνω — ισοσκελής — πάσχα |
|||