|
стодрахмовый; ~οι ομολογίαι — [phrase]облигации стоимостью в сто драхм каждая[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стодрахмовый? — εκατοντάδραχμος как с (ново)греческого переводится слово εκατοντάδραχμος? — стодрахмовый — νεοκύτταρο — θσλοσσόνερο — αλπότρυπα — νευρόσπαστο — ελαφοκτόνος — μανικέττι — διπλοβαρής — μαγιάτικος — εξηγιέμαι — κουνέλι — αποχαλινώνω — φωσφορούχος — ομοιοπλαστικός — αστενοχώρητος — κάμπος — απελάτης — σουτιέν — ατέλεια — πνιγμονή — πεμπτουσία — κοτώ |
|||