|
το край отверстия, дыры [x:trans]край отверстия,край дыры[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово край отверстия? — ακροστόμιον как на (ново)греческом будет слово край дыры? — ακροστόμιον как с (ново)греческого переводится слово ακροστόμιον? — край отверстия, край дыры — αρνησιστορία — πρασινοκίτρινος — στάνταρ — δενδροκομία — μαγγάνιο — ρεζεδάς — κουρέλιασμα — πυκνόφυλλος — ελεγειοποιός — μπερδεψοδούλης — συνιδιοκτήτρια — καταποντίζω — αφύσικο — στηθοσκοπία — χρησμός — κλωστοϋφαντουργείο — κρέμαμαι — συμποσιαστής — θεόπεμπτος — διέδυν — αντίστρεκτος |
|||