|
изобиловать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изобиловать? — υπεραφθονώ как с (ново)греческого переводится слово υπεραφθονώ? — изобиловать — μαγνητοφωνώ — δίτρητος — κωφώ — μαρτιάτικος — βουβόσκυλο — ακριβοκόπα — ζυθοζύμη — φιλομαθής — φραντζολίτσα — υποπροξενείο — Καϊμακτσαλάν — ζύγια — καραβόσκυλο — συμπάθεια — άφκιαγος — σφούγγισμα — ξεθαμπώνω — γουρουνόψαρο — κασσιτερούχος — αγκαθιάζω — περυσινός |
|||