|
ο альпинизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово альпинизм? — αλπινισμός как с (ново)греческого переводится слово αλπινισμός? — альпинизм — μάργα — βολβόρριζα — σαξόκερας — σκατομαζώχτρα — τένοντας — στρυμώχνομαι — γουλιανός — υπερετώ — οπόθεν — αμετροφαγία — λιγυρότητα — αναφρούμασμα — ρεκλαμάρισμα — γεφυροποιός — φτηνοδουλειά — γαιόχωσις — δεσμευμένος — γιαταγάνα — γυναίκαρος — τίγγα — βαρηκοΐα |
|||