|
το пест, пестик; === τό γουδί τό ~ (καί τόν κόπανο στό χέρι) — [phrase]заладил одно и то же[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пест? — γουδοχέρι как на (ново)греческом будет слово пестик? — γουδοχέρι как с (ново)греческого переводится слово γουδοχέρι? — пест, пестик — ακροάτρια — μεσοπέλαγο — αμαλάκυντος — μορφινίζω — σκόπιμος — μεθορμίζω — δραματοποιημένος — παράταση — καθέλκω — βλαχόπουλο — μαρασμώδης — μπουνταλάς — ουράνιος — φουμαδόρα — αντασφάλιση — αρθράκι — ρεύγομαι — επονομαζόμενος — γαιανθρακούχος — ποιος — έξωθεν |
|||