|
1) долечивать; 2) полностью излечивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долечивать? — αποθεραπεύω как на (ново)греческом будет слово полностью излечивать? — αποθεραπεύω как с (ново)греческого переводится слово αποθεραπεύω? — долечивать, полностью излечивать — τιμητικός — παρασάγγης — επιταχύνω — παλαιογραφικώς — πρόσχημα — ανισόρροπος — έναρξη — όναγρος — αμμωνίτις — εκμυζητικός — γιώτα — μαρτυριάρικος — καισαρισμός — ανησυχαστικά — αβάφτιστο — ευμάθεια — ευκολοδούλευτος — αδαήμων — αντλιοστάσιο — ακρησάριστος — συνασφαλίζομαι |
|||