Новогреческий словарь
αναβιωτικός
αναβιωτικός
животворный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
животворный
? —
αναβιωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναβιωτικός
? — животворный
#
(ново)греческий словарь
—
στασιαστικός
—
ανάστερος
—
αξεσκάλιστος
—
συγχώνευμα
—
παρασιτολογικός
—
εφογα
—
γύφτικο
—
καρτερικός
—
σκηνοφύλακας
—
αγούμαστος
—
αστραποβολητό
—
κατασπαράσσω
—
εγκύκλιος
—
σοκολατόπαιδο
—
μονόλεφτος
—
γκρεμοτόπι
—
φαντασμός
—
τορευτική
—
ξεκινώ
—
οικονομάω
—
κέρασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве