|
редко посещаемый (о театре, кафе); отдалённый (о квартире) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово редко посещаемый? — ασύχναστος как на (ново)греческом будет слово отдалённый? — ασύχναστος как с (ново)греческого переводится слово ασύχναστος? — редко посещаемый, отдалённый — άτρομος — χιονόμετρο — εποικοδομητικός — φωτοταχυμετρία — διαλέγω — φιλλανδικός — τερετίζω — εξαλμίζω — δυναμογονία — στειλιαρώνω — κολλητηρτζής — σεληνοτοπογραφικός — ξινοκέρασο — αποτιμητής — διαρρηκτός — αγγαρεία — αντιιμπεριαλιστικός — δανείζω — απαλογέρνω — τέμπερα — πρωτόκλιτος |
|||