|
приморский, прибрежный; ~ αρωγή — юр. помощь судну, попавшему в аварию #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приморский? — επιθαλάσσιος как на (ново)греческом будет слово прибрежный? — επιθαλάσσιος как с (ново)греческого переводится слово επιθαλάσσιος? — приморский, прибрежный — υπέπεσα — διαδηλωτής — σήκωμα — καρβοονιάρικος — βυζαστάρικο — θεσμοφύλαξ — εκείθεν — μετεώριση — ανυπόφερτος — κλονίζομαι — ψωμοζήτης — μικροκτηματίας — εξάλφα — ξενοφιλία — υπόκυρτος — εφίδρωση — συλλογικότητα — ραβδιστής — ρέκτις — βουλιμία — διακατοχή |
|||