|
угловатый (о предмете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово угловатый? — αγκωνωτός как с (ново)греческого переводится слово αγκωνωτός? — угловатый — γηροκομία — αραιομετρία — στούντιο — θεωρώ — τσίτωμο — απλάνευτος — γιάσμα — υαλόλιθος — αλεηλάτητος — ανέθιστος — τραυματιοφόρος — μπαλαντζάρω — αναβρακάτος — ροιά — άγγιχτος — αισθηματολόγημα — μαρμελάδα — τρέφομαι — υδρολύσιμος — δισκοβόλος — καντήλι |
|||