πατριωτάκι

формы словаβ
πατριωτάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πατριωτάκι? —


εθναρχικόςιππέμποροςκοιλιάζωαναμεταδίδωδιαμαρτυρικόαεροπειρατείακαρτάλιαφύπνισηεπιλειαίνωμεμβράνιομερακλίδικοςγραμμοτολόγοςτουμπέρνωδιπλογράφοςπροκαλώτραύμααντανακλαστικόβραδύγλωσσοςτουμπίτσααλυπίααλευροποιώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit