|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πατριωτάκι? — — εθναρχικός — ιππέμπορος — κοιλιάζω — αναμεταδίδω — διαμαρτυρικό — αεροπειρατεία — καρτάλι — αφύπνιση — επιλειαίνω — μεμβράνιο — μερακλίδικος — γραμμοτολόγος — τουμπέρνω — διπλογράφος — προκαλώ — τραύμα — αντανακλαστικό — βραδύγλωσσος — τουμπίτσα — αλυπία — αλευροποιώ |
|||