|
априори #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово априори? — απριόρι как с (ново)греческого переводится слово απριόρι? — априори — απανωσέντονο — ασυνέχεια — γέροντας — κώλος — βατράχειος — λιανός — αττικός — αναλειωτός — διόδευση — διαδρομώ — στραγγιστήρι — στελιάρι — πολιτευτής — ξαναγκάζομαι — άφωτος — ανομβρος — συγγραφή — φρικωδία — αεροθερμικός — αγροίκιστος — αδικοπραγώ |
|||