|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τομεακός? — — εδωδιμοπώλης — πουλάκι — επινόημα — λιμώδης — λουστρίζω — κανναβένιος — κολοκάτσι — τοκολόγιο — καυκί — πυγμή — επιχειρηματίας — εξαναγκάζομαι — σας — θορύβηση — οφθαλμολόγος — ουσιαστικοποιούμαι — αναχωματώνω — άδετος — οστρακοειδή — μυλίτης — διπυρίτης |
|||