|
легко, плавно; περπατάω ~ — иметь лёгкую походку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко? — ανάερα как на (ново)греческом будет слово плавно? — ανάερα как с (ново)греческого переводится слово ανάερα? — легко, плавно — πρόγευμα — ηψάμην — εξώδερμα — λίγδα — μηλωτή — μυγαλή — αντικαθρεφτισμός — αγριόβουνο — μεταφορικώς — διαβλέπω — ελαιόφυτος — παλαντσάρω — πόρτα — σεισμομετρικός — ξινοτύρι — πειραχτικός — ηλιοκαής — εκφράττω — τυροκόμος — ξυλάλευρο — αντιρρησίας |
|||